- παιδισμός
- Ανωμαλία στην εξέλιξη της ωρίμασης του σώματος, του φύλου ή του ψυχισμού ενός ατόμου. Αυτός που πάσχει από π. έχει μικρό ανάστημα, αλλά και στη γενική εμφάνιση το σώμα του μοιάζει με το παιδικό. Τα γεννητικά του όργανα έχουν στοιχειώδη μόνον ανάπτυξη, λείπουν δε και ορισμένα χαρακτηριστικά του φύλου, όπως είναι το μουστάκι στους άντρες και το στήθος στις γυναίκες. Τις ανωμαλίες αυτές ακολουθεί συχνά και διανοητική καθυστέρηση. Πολλά είναι τα αίτια που μπορούν να εμποδίσουν ή να αναστείλουν την αρμονική ανάπτυξη του οργανισμού και την ωρίμαση των διαφόρων λειτουργιών. Σε αυτά περιλαμβάνονται γενετικές ανωμαλίες (μογγολισμός), ασθένεια της μήτρας στο στάδιο της εγκυμοσύνης (λοιμώξεις, τραυματισμοί κλπ.) ή του ενός από τους γονείς (κληρονομική σύφιλη κ.ά.). Αίτιο π. είναι επίσης η επιβράδυνση ή η έλλειψη λειτουργίας ορισμένων ενδοκρινών αδένων, όπως του θυρεοειδή και της υπόφυσης. Πολλές περιπτώσεις π. ενδοκρινικής αιτιολογίας είναι δυνατόν να αποφευχθούν ή να θεραπευτούν με έγκαιρη και κατάλληλη θεραπευτική αγωγή.
* * *ο1. παθολογική κατάσταση που συνίσταται στην παραμονή και μετά την ενηλικίωση ορισμένων ψυχικών και σωματικών χαρακτηριστικών παιδιού και στην έλλειψη ορισμένων αντίστοιχων χαρακτηριστικών ενηλίκου, αλλ. παιδομορφισμός2. βιολ. η βραδεία και υποπλαστική ανάπτυξη τών γεννητικών οργάνων τών ζώων, η οποία οφείλεται συνήθως σε υπερλειτουργία τής επίφυσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < παις, παιδός + -ισμός*, απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. infantilisme].
Dictionary of Greek. 2013.